- ταχύμετρο(ν)
- τό1) геод. тахеометр; 2) см. ταχόμετρο[ν]; 3) мор. лаг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταχύμετρο — Γεωδαιτικό όργανο, που χρησιμοποιείται στην ταχυμετρική χωρογράφηση, για τη μέτρηση των οριζόντιων και των κατακόρυφων γωνιών β και ν, των αποστάσεων δ και των υψών h μεταξύ του σημείου στάσης και του προσδιοριζόμενου σημείου. * * * το, Ν 1. φυσ … Dictionary of Greek
ταχύμετρο — το 1. γωνιομετρικό όργανο των τοπογράφων. 2. όργανο που μετράει την ταχύτητα αντικειμένων που κινούνται. 3. αυτογραφικό δρομόμετρο πλοίου, παρκέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
οδοταχύμετρο — το διάταξη η οποία χρησιμοποιείται τόσο για τη μέτρηση τών αποστάσεων που διανύονται από ένα τροχοφόρο όχημα όσο και για τη μέτρηση τής ταχύτητας τού οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odotachymetre < οδός + ταχύμετρο] … Dictionary of Greek
ομαλογράφος — ο ειδικό ταχύμετρο που χρησιμοποιείται για τον ταυτόχρονο προσδιορισμό τής απόστασης και τής υψομετρικής διαφοράς μεταξύ δύο σημείων … Dictionary of Greek
ταχυμετρικός — ή, ό, Ν [ταχυμετρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταχυμετρία 2. αυτός που εκτελείται με ταχύμετρο («ταχυμετρική εργασία»). επίρρ... ταχυμετρικώς και ταχυμετρικά Ν κατά τρόπο ταχυμετρικό, με ταχυμετρία … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
τηλεταχύμετρo — το, Ν τεχνολ. συσκευή που προσδιορίζει από απόσταση την ταχύτητα ενός οχήματος, όπως είναι λ.χ. τα ραντάρ τής τροχαίας με τα οποία ελέγχεται η ταχύτητα τών οχημάτων στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. teletachymetre < τηλ(ε) * + … Dictionary of Greek